- φυλακώ
- -έω, Μ [φύλαξ, -ακος]φυλακίζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Φυλάκῳ — Φύλακος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυλάκῳ — φυλακός masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαλασσοφυλακώ — θαλασσοφυλακῶ, έω (Μ) περιφρουρώ ορισμένη θαλάσσια περιοχή («τριήρεις θαλασσοφυλακοῦσαι»). [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο * + φυλακώ (< φύλαξ), πρβλ. oδo φυλακώ, οπισθο φυλακώ ή < αμάρτυρο *θαλασσο φύλαξ] … Dictionary of Greek
καιροφυλακώ — καιροφυλακῶ, έω (Α) φροντίζω, περιποιούμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < καιρός + φυλακώ (< φύλαξ < φύλαξ), πρβλ. ημερο φυλακώ, σωματο φυλακώ] … Dictionary of Greek
πολιοφυλακώ — έω, Α (για στράτευμα) φυλάσσω την πόλη («μὴ... τῆς ἐλπίδος ἀντιλαμβανόμενος ἐπὶ τὸ πολιοφυλακεῑν ὁρμήσῃ καὶ τρίβειν τὸν πόλεμον», Πολ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πολιο τής δωρ. γεν. πόλιος τής λ. πόλις + φυλακῶ, μέσω ενός αμάρτυρου ον. *πολιοφύλαξ (πρβλ … Dictionary of Greek
φύλακας — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ.), στην πρώην επαρχία Κομοτηνής, του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θρυλορίου. * * * ο / φύλαξ ακος, ΝΜΑ αυτός που φυλάγει, που φρουρεί κάτι, που έχει τοποθετηθεί για να προστατεύει κάτι (α. «οι δύο… … Dictionary of Greek
ωοφυλακώ — έω, Α (για τα αρσενικά ορισμένων ψαριών) φυλάγω, προστατεύω τα αβγά μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ᾠόν «αβγό» + φυλακῶ (< φύλαξ < φύλαξ, ακος)] … Dictionary of Greek